Τη δράση του «Έλληνα Εσκομπάρ», Αλέξανδρου Αγγελόπουλου, ξεδίπλωσε σε ανακοινώσεις της η Ελληνική Αστυνομία, δίνοντας περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για το οργανωμένο κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών που εξαρθρώθηκε πριν από λίγες μέρες.
Σύμφωνα με όσα αποκάλυψε η ΕΛ.ΑΣ. οι εμπλεκόμενοι πετούσαν από τα αλιευτικά σκάφη τα ναρκωτικά στη θάλασσα, και στη συνέχεια άλλα σκάφη ή δύτες τα περισυνέλλεγαν.
Η αστυνομία έχει συλλέξει στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, ένας 42χρονος ημεδαπός και ακόμη ένας συνεργός του αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα, αξιοποιώντας πληρώματα αλιευτικών πλοίων και νόμιμα διπλώματα, προκειμένου να παραλαμβάνουν ναρκωτικές ουσίες και να τις μεταφέρουν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντία Δημογλίδου, ο αρχηγός της οργάνωσης αναλάμβανε στρατολόγηση πληρωμάτων, την επιλογή σκαφών, τον εξοπλισμό τους με ειδικά συστήματα και είχε αναλάβει και την διεκπεραίωση της γραφειοκρατίας.
Συντόνιζε επίσης τις παραλαβές εν πλω και καθοδηγούσε τη μεταφορά και παράδοση του φορτίου στους παραλήπτες, ενώ φέρεται να είχε τον πλήρη έλεγχο νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων μέσω εταιρειών και αλιευτικών δραστηριοτήτων. Τα παράνομα κέρδη ενσωματώνονταν στο νόμιμο οικονομικό κύκλωμα, με το συνολικό όφελος να εκτιμάται σε περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ.
Ο «Έλληνας Εσκομπάρ» δεν είναι ένα πρόσωπο άγνωστο στις αρχές, καθώς είχε συλληφθεί και στο παρελθόν, για τη μεγαλύτερη έως τότε διακίνηση κοκαΐνης από τη χώρα μας. Το όνομά του έχει συνδεθεί μεταξύ άλλων με κολομβιανό καρτέλ, «ξέπλυμα» εκατομμυρίων ευρώ μέσω δελτίων στοιχήματος, ποδοσφαιρικές ομάδες, μεταφορά λαθραίων τσιγάρων και όπλων, ακόμη και με συμβόλαιο θανάτου.
Ο «χοντρός», τέθηκε στο μικροσκόπιο των αρχών ήδη από την περίοδο 1999-2000, όταν το κλιμάκιο της Αμερικανικής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (DEA) στο Βέλγιο, ενημέρωσε το παράρτημα της Αθήνας, ότι ο τότε 36χρονος μόνιμος κάτοικος Αμβέρσας, εμπλεκόταν σε υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών.
Όπως σημειωνόταν σε ρεπορτάζ του «Vice», εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτης εταιρείας τροφοδοσίας πλοίων και με ρυμουλκά του ξεφόρτωνε πακέτα κόκας από εμπορικά πλοία στο λιμάνι της Αμβέρσας».
Η έρευνα των αρχών, ανέδειξε σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, πως ο «χοντρός», ήταν «ιδιοκτήτης τεσσάρων εταιρειών με αλιευτικά σκάφη και έδρα την Κυλλήνη, συμμετείχε ως μέτοχος σε εταιρείες επώνυμων ρούχων, είχε συστήσει τη χρηματιστηριακή εταιρεία Honor, ενώ αναμείχθηκε στα διοικητικά του Ποσειδώνα Νέων Πόρων, μιας ερασιτεχνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Πιερίας που μέσα σε τρία χρόνια βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής».
Ο ίδιος είναι γιός αστυνομικού από τους Νέους Πόρους Πιερίας. Εργάστηκε ως πορτιέρης σε νυχτερινό μαγαζί στη Συγγρού και στη συνέχεια ως ναυτικός σε παλιές λάντζες, που μετέφεραν λαθραία τσιγάρα από την Αλβανία στην Ιταλία. Έπειτα, εγκαταστάθηκε στην Αμβέρσα, όπου φέρεται να συνδέθηκε ερωτικά με ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής.
Οι νέες γνωριμίες του φαίνεται πως τον οδήγησαν να εργαστεί ως μέρος πληρώματος σε πλοία που μετέφεραν λαθραία όπλα και τσιγάρα. Σύμφωνα με φήμες που επικαλείται το «Vice», την περίοδο εκείνη «συμμετείχε σε κύκλωμα, που μετέφερε όπλα ελληνικής κατασκευής στους Σαντινίστας μέσω επαφών με τον επίτιμο πρόξενο της Νικαράγουα στην Αθήνα. Ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους, τα μέλη της σπείρας λάμβαναν ποσότητες κοκαΐνης, τις οποίες έσπρωχναν πίσω στην Ευρώπη. Όταν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ο Σέρβος αρχηγός της ομάδας σκοτώθηκε, τη θέση του πήρε ο διψασμένος για χρήμα και ισχύ “Αλέκος”. Λέγεται ότι μετά τη σύλληψή του κατάφερε να “κάνει” δέκα φορτία κοκαΐνης, αυξάνοντας τις τραπεζικές του καταθέσεις κατά πολλά εκατομμύρια ευρώ».
Στο ίδιο ρεπορτάζ σημειώνεται πως το 2002, το παράρτημα της DEA στην Αθήνα, ενημέρωσε την Αστυνομία και το ΣΔΟΕ, ότι ο «χοντρός» χρησιμοποίησε ταχύπλοο φουσκωτό σκάφος, μέσω του οποίου ξεφόρτωσε από αλιευτικό που βρισκόταν στα ανοιχτά της Κατερίνης 5,5 τόνους κοκαΐνης, μεταφέροντάς τους σε αποθήκη κοντά στο Λιτόχωρο. Η έρευνα των αρχών όμως δεν οδήγησε σε ευρήματα, αν και κάτοικοι «κατέθεσαν ότι ένα βράδυ στην παραλία του Λιτόχωρου είδαν τρακτέρ να τραβούν μεγάλα κιβώτια που ξεφόρτωνε κάποιο ψαράδικο».
Την άνοιξη του 2004 πληροφοριοδότης του Λιμενικού εντόπισε δεμένο σε προβλήτα στο Κερατσίνι το αλιευτικό «Africa 1». Όπως σημειωνόταν στο ρεπορτάζ, ο «χοντρός» δεν εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτης του πλοίου, όμως «μέλη συνεργείου επισκευών τον αναγνώρισαν ως το πρόσωπο, που τους πλήρωνε σε μετρητά για να εγκαταστήσουν στο πλοίο δορυφορικά συστήματα πλοήγησης και επικοινωνίας».
Βάσει ρεπορτάζ της «Καθημερινής», ο «χοντρός» ήταν ο άνθρωπος που κατέβαλε σε μετρητά 645.650 ευρώ για την αγορά του πλοίου, «το οποίο προόριζε αποκλειστικά για τη μεταφορά της κοκαΐνης.
Στις 15 Μαΐου 2004, το «Africa 1» απέπλευσε από το Κερατσίνι με προορισμό τη Δυτική Αφρική, μεταφέροντας 5.4 τόνους κοκαΐνης, που είχε συσκευαστεί σε χαρτόκουτα και «είχαν μεταφερθεί από μέλη του κολομβιανού καρτέλ που διέσχισαν τον Ατλαντικό με μια παλιά τορπιλάκατο».
Το πλοίο ακινητοποιήθηκε τελικώς στις 13 Ιουλίου 2004, περίπου 100 ναυτικά μίλια νοτιοανατολικά των ισπανικών ακτών, στα στενά του Γιβραλτάρ. Η σημαντικότερη υπόθεση μεταφοράς κοκαΐνης από την Ελλάδα, ολοκληρώθηκε με τη σύλληψη του «Έλληνα Εσκομπάρ» στη Στουτγκάρδη, λίγο προτού διαφύγει στη Βενεζουέλα κι ενώ εις βάρος του εκκρεμούσε διεθνές ένταλμα σύλληψης.
Σημειώνεται, πως σύμφωνα με την «Καθημερινή», ένας εκ των πέντε προσφάτως συλληφθέντων στο σκάφος, είχε συλληφθεί και το 2004 στο πλοίο «Africa 1».
Όταν ο «χοντρός» ήταν στη φυλακή, σχηματίστηκαν σε βάρος του δικογραφίες που αφορούσαν ξέπλυμα εκατομμυρίων ευρώ μέσω κερδισμένων δελτίων στοιχήματος. Σε μια από αυτές τις δικογραφίες, σύμφωνα με το «Vice», αναφερόταν ότι «για τη μεταφορά των 5,4 τόνων κοκαΐνης είχε προεισπράξει 36 εκατομμύρια ευρώ και είχε αναθέσει στον κουνιάδο του να τα θάψει σε ερημική περιοχή του Λιτόχωρου».
Ο κουνιάδος φερόταν να ανασύρει σε τακτά χρονικά διαστήματα χρήματα που είχε κρύψει και να παίζει στοίχημα σε συγκεκριμένο πρακτορείο στο Λιτόχωρο. Είναι αξιοσημείωτο ότι όπως σημειώνεται, «από περίπου 50.000 ευρώ, ο μηνιαίος τζίρος του καταστήματος έφτασε τον Σεπτέμβριο του 2006 τα 12.5 εκατομμύρια».
Σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής» αναγραφόταν πως ο «Αλέκος», μόνο σε φορολογικές δηλώσεις δύο ετών, είχε «νομιμοποιήσει» με αυτόν τον τρόπο, «8 εκατομμύρια ευρώ και ερευνάται ο τρόπος με τον οποίο εντόπιζε τα κερδοφόρα δελτία, που αφορούν περίπου 100 πρακτορεία σε όλη τη χώρα».
Τελικά, ο «Έλληνας Εσκομπάρ», αποφυλακίστηκε τον Ιούνιο του 2015, έπειτα από 11 χρόνια κάθειρξης. Πρόκειται για κάτι που όπως γράφτηκε στον Τύπο της εποχής, οφείλεται σε απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που «έσπασε» τα ισόβια, μετατρέποντάς τα σε κάθειρξη 22 ετών.
Όπως σημειωνόταν σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής» του 2016, το δικαστήριο του είχε τότε, αναγνωρίσει «το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Επί της συγκεκριμένης απόφασης, ωστόσο, ο εισαγγελέας είχε ασκήσει αναίρεση στον Άρειο Πάγο, η οποία, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες είχε συζητηθεί τον Σεπτέμβριο του 2014. Περιέργως όμως, η απόφαση επί της αναίρεσης που απέρριπτε τα ελαφρυντικά και “αναβίωνε” την πρωτόδικη, ισόβια καταδίκη του Α., καθαρογράφηκε και κοινοποιήθηκε στους άμεσα ενδιαφερόμενους τη 17η Ιουνίου 2015, δηλαδή μια ημέρα μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές Πάτρας, τη 16 Ιουνίου, με τις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου Παρασκευόπουλου (είχε εκτίσει τα τρία πέμπτα της ποινής του)».
Η υπόθεση έλαβε δημοσιότητα και τελικά ο «χοντρός» συνελήφθη στις 22 Σεπτεμβρίου 2015, έξω από το σπίτι τους στους Νέους Πόρους Πιερίας. Είχε προηγηθεί απόφαση του Αρείου Πάγου, που διέτασσε να συνεχιστεί η εκτέλεση της ποινής της ισόβιας κάθειρξης, που του είχε πρωτοδίκως επιβληθεί τον Οκτώβριο του 2005». Ο «Έλληνας Εσκομπάρ», λίγες βδομάδες μετά την προσωρινή αποφυλάκισή του, οδηγήθηκε εκ νέου στις φυλακές. Οι δικαστικές του περιπέτειες συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, μέχρι τελικά να βρεθεί εκτός φυλακής, έως την σύλληψή του στη Μηχανιώνα.
Παρόλα αυτά, η υπόθεση είχε δικαστική συνέχεια. Όπως αναγραφόταν στο ίδιο ρεπορτάζ, ελέγχονταν «πρόσφατες αποφάσεις της Εισαγγελίας Εφετών Αθήνας και Πειραιά, με βάση τις οποίες διαγράφηκε χρηματική ποινή 20 εκατομμυρίων ευρώ που είχε επιβληθεί στον “Έλληνα Εσκομπάρ”» για τη μεταφορά των 5,4 τόνων κοκαΐνης με το «Africa 1».
Σύμφωνα με το ατιολογικό της απόφασης της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών που αναφέρεται στο δημοσίευμα, «η επιβολή της χρηματικής ποινής “συγχωνεύτηκε” με απόφαση του Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά και άρα, αρμόδια για την επιβολή προστίμου ήταν η Εισαγγελία Εφετών Πειραιά». Το πρόστιμο είχε βεβαιωθεί στη ΔΟΥ Κατερίνης, όπου υπάγεται ο 52χρονος».
Όμως, «τέσσερις ημέρες μετά την απόφαση της Εισαγγελίας της Αθήνας, η Εισαγγελία του Πειραιά αντί να επικυρώσει το πρόστιμο προχώρησε στην ανάκλησή του, ζητώντας από τη ΔΟΥ Κατερίνης να άρει τη δέσμευση ακινήτων, λογαριασμών και μετοχών του 52χρονου... Πάντως, η Εισαγγελία Εφετών Πειραιά διαψεύδει τις καταγγελίες και επισημαίνει ότι μετά την οριστική και αμετάκλητη καταδίκη του Α. σε ισόβια κάθειρξη, το ποσό των 20 εκατ. ευρώ που του είχε επιβληθεί ως ποινή πρόκειται να γίνει εκ νέου απαιτητό».
Το όνομα του «Έλληνα Εσκομπάρ», ήρθε στο φως της επικαιρότητας για ακόμη ένα λόγο. Τον Ιούλιο του 2017, εκδόθηκε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, όπου σκιαγραφούνταν η δράση του περίφημου «Συνδικάτου του εγκλήματος».
Στην επίμαχη ογκώδη δικογραφία, μέρος της οποίας δημοσιεύθηκε από το «Πρώτο Θέμα», αναφέρεται και το όνομα του «χοντρού», καθώς σημειωνόταν χαρακτηριστικά πως «η Λίτσα Βλαστού είχε ενημερωθεί ότι κάποιο πρόσωπο με το επώνυμο Α. που κρατείται στις φυλακές για υποθέσεις κοκαΐνης σκόπευε να σκοτώσει τον δικηγόρο του Πειραιά Πέτρο Μαντούβαλο επειδή ο τελευταίος του είχε αποσπάσει το ποσό του 1.00.000 ευρώ και αρνείτο να το επιστρέψει».
Το συμβόλαιο θανάτου «θα εκτελείτο από έναν Αλβανό κρατούμενο των φυλακών της Πάτρας κατά τη διάρκεια της άδειάς του ή μετά την αποφυλάκισή του. Για αυτό είχαν αναθέσει στη Λίτσα Βλαστού να βρει φωτογραφία του Πέτρου Μαντούβαλου μέσω του διαδικτύου, να συλλέξει πληροφορίες και να τις παραδώσει στον πατέρα του Αλβανού κρατουμένου. Ωστόσο, τελικά το συμβόλαιο θανάτου παρέμεινε ανεκτέλεστο επειδή είτε ο Α. δεν διέθετε το απαιτούμενο χρηματικό ποσό, είτε γιατί ο Α. με τον Μαντούβαλο ήρθαν σε συμβιβασμό».